κνηκός

κνηκός
κνηκός, -ή, -όν και δωρ. τ. κνακός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα τού κνήκου, ο κιτρινοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνήκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… …   Dictionary of Greek

  • κνῆκος — safflower fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνακός — κνηκός, ή, όν (δωρ. τ.) βλ. κνηκός …   Dictionary of Greek

  • κνηκόν — κνηκός pale yellow masc acc sg κνηκός pale yellow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνᾶκον — κνηκός pale yellow masc/fem voc sg κνηκός pale yellow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνῆκον — κνῆκος safflower fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήκου — κνῆκος safflower fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήκους — κνῆκος safflower fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήκῳ — κνῆκος safflower fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήκινος — κνήκινος, ίνη, ον (Α) [κνήκος] αυτός που λαμβάνεται από το φυτό κνήκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”